- κεντρόφυγος
- -η, -ο θηλ. και -ος1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο, φυγόκεντρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. centrifuge (< centri-, πρβλ. κεντρο-) + -fuge (πρβλ. -φυξ < φεύγω). Η λ., στον λόγιο τ. κεντρόφυξ, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη].
Dictionary of Greek. 2013.