κεντρόφυγος

κεντρόφυγος
-η, -ο θηλ. και -ος
1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο, φυγόκεντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. centrifuge (< centri-, πρβλ. κεντρο-) + -fuge (πρβλ. -φυξ < φεύγω). Η λ., στον λόγιο τ. κεντρόφυξ, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεντρόφυγος — η, ο (φυσ.), που έχει την τάση να απομακρυνθεί από το κέντρο, φυγόκεντρος: Κεντρόφυγη δύναμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαλίγκαρος — και σαλίγγαρος, ο, Ν 1. το σαλιγκάρι 2. συνεκδ. (παλαιότερα) διάδρομος σε σχήμα οστράκου σαλιγκαριού, στον οποίο ασκούνταν και εξετάζονταν οι υποψήφιοι οδηγοί αυτοκινήτων 3. ναυτ. κεντρόφυγος ανεμιστήρας για τον αερισμό τών εσωτερικών χώρων τού… …   Dictionary of Greek

  • φυγόκεντρος — η, ο 1. αυτός που φεύγει από το κέντρο προς την περιφέρεια, αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο, ο κεντρόφυγος: Φυγόκεντρη δύναμη. 2. ο φυγοκεντρικός: Φυγόκεντρος ρυθμιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”